ὀμματώσας

ὀμματώσας
ὀμματώσᾱς , ὀμματόω
furnish with eyes
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομματώ — ὀμματῶ, όω (ΑΜ) [όμμα] μσν. θεραπεύω τους οφθαλμούς, ξαναδίνω την όραση («τὸ ὕδωρ πολλοὺς ὠμμάτωσεν», Τζέτζ) αρχ. 1. τοποθετώ μάτια σε κάτι, όπως π.χ. σε αγάλματα («πρῶτος δὲ ὀμματώσας καὶ διαβεβηκότα τά σκέλη ποιήσας», Διόδ.) 2. δίνω έκφραση στα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”